Χρυσίδες

Χρυσίδες
Χρυσίς
a vessel of gold
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια υμενόπτερων εντόμων, τής υπόταξης απόκριτα, με μεταλλικό χρωματισμό που θυμίζει πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chrysidae (< χρυσίς, ίδος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσίδες — χρῡσίδες , χρυσίς a vessel of gold fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσίς — ίδος, η, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό τής οικογένειας χρυσίδες αρχ. 1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.) 2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ANATHEMA sim — Iudaeis et antiquis Christianis, sollennis in iureiurando formula; h. e. a Synagoga et Ecclesia exclusus sim: Cuiusmodi anathema sibi imprecari, καταναθεματίζειν, dixêre. Apud Matthaeum c. 26. v. 74. de Petro Dominun abiurante, τότε ἤρξατο… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”